στερνίζομαι

στερνίζομαι
Α [στέρνον]
αγκαλιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιστερνίζω — Α μέσ. περιστερνίζομαι τοποθετούμαι γύρω από το στέρνο, γύρω από το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στερνίζομαι (< στέρνον), πρβλ. υπο στερνίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ενστερνίζομαι — (AM ἐνστερνίζομαι και ένστερνίζω) [στερνίζομαι] 1. αποδέχομαι πρόθυμα, επιδοκιμάζω 2. δέχομαι ιδέα κ.λπ. στο βάθος τής ψυχής μου αρχ. μσν. ενεργ. αγκαλιάζω …   Dictionary of Greek

  • προσστερνίζομαι — Α σφίγγω στο στήθος μου, αγκαλιάζω κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + στερνίζομαι (< στέρνον)] …   Dictionary of Greek

  • προστερνίζομαι — Α [στερνίζομαι] προσστερνίζομαι* …   Dictionary of Greek

  • υποστερνίζομαι — Α βάζω κάτι κάτω από το στέρνο μου («φελλοὺς πλατεῑς ὑποστερνισάμενος καὶ τὸ σῶμα τῇ κουφότητι τοῡ ὀχἡματος παραθεμένος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέρνον + κατάλ. ίζομαι (πρβλ. περι στερνίζομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”